τόσο τόσο τόσο τόσο γλυκό
τόσο τόσο τόσο τόσο γλυκό
τόσο τόσο τόσο τόσο γλυκό
τόσο τόσο τόσο
το γλυκό κορίτσι ξύπνησε λοιπόν
ξύπνησε μια μέρα και ήτανε γλυκό
στο δρόμο περπατούσε μοίραζε καραμέλες
ίδρωνε σιρόπι κι έφτυνε κακάο
ήταν σοβαρό κι αστείο αλλά όχι όμορφο πολύ
το γλυκό κορίτσι ήταν μόνο στη ζωή
με μαλλί γριάς σοκολατένια δάχτυλα
ακόμα τα τσιγάρα της ήτανε τσίχλες φράουλα
τι να κάνω πια βρε γλυκό κορίτσι
της είπε μια μέρα ο τρίτος εραστής της
που αργοπέθαινε από διαβήτη
μου 'χεις χαλάσει το συκώτι
το γλυκό κορίτσι έκλαψε καθώς
σκεφτόταν ότι ίσως αυτός και όλοι οι άλλοι
να είχανε σωθεί αν ήξεραν πως μέσα
στο στομάχι είχε μια κόλλα μια πηχτή
και η Πηχτή Μαύρη Κόλλα κάθε πρωί την παρακαλά να γίνει η Καλύτερη της Φίλη, κι όταν το γλυκό κορίτσι αρνιέται η Κόλλα εκνευρίζεται, κάποιες φορές λίγο και κάποιες πολύ, όταν πολύ αρχίζει να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει, να πάλλεται σαν δεύτερη καρδιά, να κλοτσάει, φανταστείτε πόσο μπερδεύεται το γλυκό κορίτσι, την μια υπέρβαρη την άλλη φωτομοντέλο, της δίνουνε τη θέση στην ουρά και ξαφνικά μητέρα, μπέρδεμα, αλλά στ' αλήθεια το προτιμά το γλυκό κορίτσι και προσπαθεί να εκνευρίζει πολύ πολύ την Μαύρη Πηχτή Κόλλα, γιατί όταν λίγο, η Μαύρη Κόλλα τρεμουλιάζει σαν γοτθικό ζελεδάκι και ουρλιάζει σ' αρέσει η νόιζ γλυκό κορίτσι, σ' αρέσει η νόιζ, σ' αρέσει η νόιζ;